Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ μικρολογία

См. также в других словарях:

  • μικρολογία — η (Α μικρολογία και σμικρολογία) [μικρολόγος] 1. το να μιλάει ή να ασχολείται κανείς με ασήμαντα πράγματα, ανόητη φλυαρία 2. η ενασχόληση με ασήμαντες λεπτομέρειες 3. σχολαστικότητα αρχ. 1. μικροπρέπεια 2. το να υποβιβάζει κανείς κάποιον ή κάτι… …   Dictionary of Greek

  • μικρολογία — η 1. ησυζήτηση για μικρά και ασήμαντα θέματα: Συνήθως ασχολούνται με μικρολογίες. 2. μικροπρέπεια, σχολαστικότητα: Ήθελε να εκδικηθεί από μικρολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά …   Dictionary of Greek

  • μεριμνοφροντιστής — μεριμνοφροντιστής, ὁ (Α) σοφιστής που εξετάζει τα πράγματα με λεπτομέρεια και με μικρολογία, λεπτολόγος ερευνητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέριμνα + φροντιστής] …   Dictionary of Greek

  • σαραφλίκι — το, Ν 1. το έργο και το επάγγελμα τού σαράφη 2. το κέρδος που απομένει στον σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων 3. μτφ. α) φιλονικία, διένεξη για ασήμαντο χρηματικό ποσό β) προσπάθεια για την απόκτηση επί πλέον χρηματικού κέρδους ή η προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»